- παντεσπάνι
- τοείδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται κυρίως με αλεύρι, αβγά και ζάχαρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pan di Spagna «ψωμί τής Ισπανίας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντεσπάνι — το (λ. γαλλ.), γλύκισμα που γίνεται με αλεύρι, αβγά και ζάχαρη: Η πίτα μας έγινε σαν παντεσπάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούρτα — η, ΝΜΑ νεοελλ. ονομασία γλυκού, συνήθως στρογγυλού σχήματος, που παρασκευάζεται από διάφορα υλικά, όπως παντεσπάνι, σοκολάτα, κρέμα γάλακτος, ζελέ φρούτων κ.ά. μσν. αρχ. ονομασία πίτας, εγκρυφίας* άρτος, σταχτόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. torta… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
pandişpan — PANDIŞPÁN, pandişpanuri, s.n. Prăjitură făcută din făină, ouă şi zahăr, de culoare galbenă şi cu aspect pufos. [pl. şi: pandişpane] – Din ngr. pandespáni. Trimis de valeriu, 03.02.2004. Sursa: DEX 98 pandişpán s. n., pl. pandişpánuri Trimis de… … Dicționar Român